- ανδροθνής
- ἀνδροθνής, ο, η (Α)φονικός, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- τού θνήσκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδροθνῆτας — ἀνδροθνής murderous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)